ἀντικαταστάσεις

ἀντικαταστάσεις
ἀντικαταστά̱σεις , ἀντικαθίστημι
replace
aor subj act 2nd sg (epic doric)
ἀντικαταστά̱σεις , ἀντικαθίστημι
replace
fut ind act 2nd sg (doric)
ἀντικατάστασις
being confronted with one another
fem nom/voc pl (attic epic)
ἀντικατάστασις
being confronted with one another
fem nom/acc pl (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μεταλλαγή ή μετάλλαξη — Απότομη κληρονομήσιμη αλλαγή του γενετικού υλικού, η οποία μπορεί να συνοδεύεται από αλλαγές στον φαινότυπο ενός οργανισμού. Η μ. μπορεί να είναι τριών τύπων: γονιδιωματική ή μ. πλοειδίας, χρωμοσωμική και γονιδιακή ή σημειακή. Η πρώτη συνίσταται… …   Dictionary of Greek

  • πρόθεση ή προσθετική — Κάθε συσκευή που τείνει να αντικαταστήσει ένα όργανο ή ένα μέρος του σώματος που λείπει, εξαιτίας ατελούς ανάπτυξης ή άλλων παθολογικών αιτίων, όπως π.χ. στον οδοντιατρικό, οφθαλμολογικό, καρδιολογικό τομέα. Με ευρύτερη έννοια μπορούν να… …   Dictionary of Greek

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • ομάδα — I (Κοινωνιολ.). Κεντρική έννοια της νεότερης κοινωνιολογίας που από τον Κυβιλιέ ορίζεται σαφώς ως «επιστήμη των ανθρώπινων ομάδων». Με την προφανή προϋπόθεση ότι μια ομάδα σχηματίζεται από πολλά μέλη, η θεωρία των κοινωνικών ομάδων αντιμετωπίζει… …   Dictionary of Greek

  • Πόλινγκ, Λάινους Καρλ — (Linus Carl Pauling, Πόρτλαντ, Όρεγκον 1901 –). Αμερικανός χημικός Μετά τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο του Όρεγκον, συνέχισε στο Μόναχο, στη Ζυρίχη και στην Κοπεγχάγη. Από το 1931 υπήρξε καθηγητής στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Καλιφόρνιας,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”